κορνουαλικός

κορνουαλικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κορνουάλη ή προέρχεται από την Κορνουάλη («κορνουαλική γλώσσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κορνουάλη, απόδοση τού αγγλ. cornish].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”